-
1 λίψ
3 the West, opp. ἀπηλιώτης, PTeb. 14.19 (ii B. C.), Vett.Val.8.5, Paul.Al.A.2, Herm. ap. Stob.1.21.9, 1.49.45; rarely in LXX, 2 Ch.32.30, 33.14, Thd.Da.8.5; λιβός or λίβα εἰς ἀπηλιώτην from West to East, BGU1037.15 (i A. D.), CPR28.21 (ii A.D.).4 Astron., πρωινὸς λ., μεσημβρινὸς λ., ὀψινὸς λ., position of a star on the W. horizon at sunrise, midday, or sunset, Ptol.Alm. 8.4.------------------------------------A stream, ἐξ ὀμμάτων λείβουσι.. λίβα (Burges for δία) A.Eu.54; ἀφθονέστερον λίβα f.l. in A.Fr.72;μέλιτος λίβα A.R.4.1454
.2 = λοιβή, libation,φιλοσπόνδου λιβός A.Ch. 292
;εὐκταίαν λίβα Id.Fr.55
.------------------------------------
См. также в других словарях:
λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… … Dictionary of Greek